φορτικότης

φορτικότης
φορτικότης, ητος, ἡ, das Wesen des φορτικός, lästiges, ungebildetes Betragen

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φορτικότης — vulgarity fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φορτικότητα — φορτικότης vulgarity fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φορτικότητα — η / φορτικότης, ητος, ΝΜΑ [φορτικός] νεοελλ. η ιδιότητα τού φορτικού, το να είναι ή να γίνεται κανείς ενοχλητικός, βαρετός («μού ζήτησε με φορτικότητα να τόν εξυπηρετήσω») μσν. αρχ. χυδαία, ανάγωγη συμπεριφορά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”